ἀλλοτρίως

ἀλλοτρίως
ἀλλότριος
of
adverbial
ἀλλότριος
of
masc acc pl (doric)
ἀ̱λλοτρίως , ἀλλοτριόω
estrange from
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀλλοτριόω
estrange from
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …   Dictionary of Greek

  • ՕՏԱՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 1028 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 11c, 14c մ. ἁλλοτρίως, ξένως aliene, alia ratione, peregrine. Իբրեւ օտար. օտար օրինակաւ՞ տարօրինակ. եւ Պանդխտաբար. *Սրտմտութիւն նորա օտարաբար դատեսցի, եւ դառնութիւն նորա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”